- ὑμένινος
- ὑμέν-ῐνος [pron. full] [ῠ], η, ον, ([etym.] ὑμήν)A of skin or membrane,
περιγλωττίς Clearch.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιγλωττίς Clearch.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμένινος — η, ο / ὑμένινος, ίνη, ον, ΝΑ [ὑμήν, ένος] αυτός που αποτελείται από υμένα ή από υμένες … Dictionary of Greek
ὑμενίνων — ὑμένινος of skin fem gen pl ὑμένινος of skin masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμενίνην — ὑμένινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek